- συγκύρω
- Α1. ανήκω, υπάγομαι σε κάτι ή σε κάποιον2. γειτνιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κύρω, άλλος τ. τού κυρώ (Ι) «αποκτώ, συναντώ τυχαία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκυρώ — (I) έω, ΜΑ (για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη αρχ. 1. συναντώμαι κατά τύχη 2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ. β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.) 3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω)… … Dictionary of Greek
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek
συγκυρία — η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)] 1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία 2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» κατά τύχη, τυχαία νεοελλ. φρ. «οικονομική συγκυρία» (οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την… … Dictionary of Greek
συγκύρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)] μσν. συνδυασμός αρχ. συγκυρία, τυχαίο περιστατικό … Dictionary of Greek
συγκύρησις — και πιθ. σύγκυρσις, ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)] 1. συγκυρία 2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», Πολ.) … Dictionary of Greek
σύγκυρμα — ύρματος, τὸ, Μ [συγκύρω] συγκύρημα* … Dictionary of Greek